Πουλόπουλος Γιάννης – Βιογραφία

Πουλόπουλος Γιάννης

 

 

 

 

 

Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29-06-1945 στην Καρδαμύλη της Μάνης. Σε ηλικία 5 ετών μένει ορφανός από μητέρα, και έτσι μεγαλώνει με τον πατέρα Γιώργο και τον μικρό αδερφό του, Βασίλη. Από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι, αλλά στη συνοικία και στον στενό κύκλο που μεγάλωνε, δεν υπήρχε ο «άνθρωπος» που θα τον προωθούσε. Παρακινημένος όμως από τους φίλους του που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στην φωνή του, πήγαινε στην εταιρία COLUMBIA το 1962 κάνοντας προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια, ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεινε ραντεβού… συνέχιζε όμως να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ’ όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε σαν ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο. Την ίδια χρονική περίοδο φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή ΝΤΗΖΕΛ με ειδικότητα ηλεκτρολόγου. Κάποια μέρα του έκλεισαν… μία ακρόαση! Έτσι μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι σε μουσική και στίχο του Μπαμπή Δαλιάνη με τον τίτλο ¨ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ ΠΟΝΕΜΕΝΟ¨. Τελικά το τραγούδι δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα στην COLUMBIA, και ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ήταν ανήλικος και απαγορευόταν να εκδοθεί δίσκο-αναγραφόμενο τραγούδι.

Εκείνη την περίοδο η COLUMBIA, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση και να κάνει νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα. Στα Πευκάκια της Νέας Ιωνίας πήγε για μια άλλη ακρόαση και την επιτροπή αποτελούσαν μερικά από τα μεγαθήρια της Ελληνικής μουσικής: Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος, διάλεξε δύο δύσκολα τραγούδια να πει: «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Παράπονο». Μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή», διακρίνοντας ένα πολύ μεγάλο ταλέντο και τον πήρε αμέσως «υπό την προστασία του». Του δίνει να πει τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η γειτονιά των Αγγέλων», τα «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Δόξα τω Θεό», και «Το ψωμί είναι στο τραπέζι». Αυτά είναι και τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί σε δίσκο, τραγούδια που αργότερα στην ίδια εταιρία θα δισκογραφήσει και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Εκείνη την περίοδο ηχογραφεί το ένα και μοναδικό τραγούδι με τον Σταύρο Ξαρχάκο με τον τίτλο ¨ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ¨ σε στίχους του Νίκου Γκάτσου το οποίο, επίσης, δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα.

Το 1963 τραγουδά στο κέντρο «Ξημερώματα» στα Άνω Πατήσια, μαζί με τη Καίτη Γκρέυ, τον Γιάννη Αγγέλου στο μπουζούκι και τον Γιάννη Μπουρνέλη ως κονφερασιέ. Στην συνεχεία απομακρύνεται από την COLUMBIA εξ αιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση ο οποίος έθεσε βέτο στην εταιρία ότι αυτόν δεν τον ήθελε εκεί.

Το 1964 κατατάσσεται φαντάρος και απολύεται το 1966. Στην συνέχεια τραγουδάει σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα (Το Στέκι Του Γιάννη, Ταβάνια, κ.λ.π). Στη ΛΥΡΑ ηχογραφεί ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη όπως τα «Βράχο βράχο τον καημό μου», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Καημός» κ.ά.

Το 1965 τραγουδάει εκπληκτικά τέσσερα τραγούδια του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Μάνου Λοΐζου, ενώ θα τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση το «ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ» το 1966 σε μια ταινία μικρού μήκους σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Λιαρόπουλου για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τίτλο «ΑΘΗΝΑ ΠΟΛΗ ΧΑΜΟΓΕΛΟ», ενώ σχεδόν παράλληλα κάνει μεγάλη επιτυχία με το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», του επίσης καινούργιου εκείνη την εποχή, Σταύρου Κουγιουμτζή.

Το 1966 τραγουδά σε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο. Την ίδια χρονιά μπαίνει για τα καλά στη δισκογραφία. Τα 45άρια δισκάκια του κυκλοφορούν σωρηδόν και εμφανίζεται για πρώτη φορά σε κινηματογραφικές ταινίες. Στους «Στιγματισμένους» με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τραγουδάει μαζί με την Ελένη Κλάδη το «Πολύ αργά» και το «Σ’ αγαπώ», στον «Τετραπέρατο» με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου τραγουδάει το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού «Στον Πειραιά στον Πειραιά» και στο «Εκείνος κι εκείνος» με την Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, που τραγουδάει τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου «Ξεγυμνώστε τα σπαθιά».

Η εποχή του «ΝΕΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ». Γράφει και συνθέτει δικά του τραγούδια όπως το «Θα ‘θελα να ‘χα» που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Γιάννη Σπανό (συμμετέχει στην Α και Β Ανθολογία ερμηνεύοντας αριστουργηματικά το «Παιδί μου ώρα σου καλή» σε ποίηση Γιώργου Βιζυηνού), με τον Δήμο Μούτση («Το κορίτσι μου στ’ άστρα»), με τον Κυριάκο Σφέτσα και με τον Νίκο Μαμαγκάκη («Άνθη» και «Πέτρινα λουλούδια» σε στίχους του Βασίλη Βασιλικού).

Το 1966 έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα. Μια συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του Ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή η ταινία μιούζικαλ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967). Ακολούθησαν «Μια Κυρία Στα Μπουζούκια» (1967), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), « Η Παριζιάνα» (1969), «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1969), «Ο ψεύτης» , «Η ωραία του κουρέα»…

ο 1967 εμφανίστηκε στο «Χρυσό Βαρέλι» στις Τζιτζιφιές, μαζί με τη Μαρινέλλα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Δούκισσα, το Στράτο Διονυσίου και τη Μπέμπα Μπλανς. Κατόπιν, αποφάσισε με τη Μαρινέλλα να εμφανιστούν στην «Νεράιδα» για τις επόμενες 2 σεζόν (1968-1969) με τρομερή επιτυχία. Το 1968 στην Αθήνα γίνεται ένα ολυμπιακό φεστιβάλ τραγουδιού, οπού ερμηνεύει το τραγούδι «Μα τώρα, αγάπη μου» του Μίμη Πλέσσα.
Την περίοδο 1969-70 κυκλοφορεί μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Τετράδιο», που βλέπουμε και μια άλλη πτυχή του καλλιτέχνη, η οποία φωτίζει δικά του άγνωστα τοπία και κάποιες ουσιαστικές πλευρές του. Παράλληλα, θα τον δούμε να κάνει ζωγραφική και χαλκογραφία, αποκτώντας μερικές γνώσεις από τον φίλο του τραγουδιστή και ζωγράφο Σταυρο Πασπαράκη.

Το 1969 είναι μια σημαδιακή χρονιά. Ο δίσκος «Ο δρόμος» των Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδάει δέκα από τα δώδεκα τραγούδια. Είναι ο πρώτος Ελληνικός δίσκος που γίνεται χρυσός, παρά την απαγόρευση μετάδοσης του από το τότε μονοπώλιο της ΕΡΤ, δίσκος που στα χρόνια που θα ακολουθήσουν καταρρίπτει κάθε ρεκόρ πωλήσεων, 3.000.000 αντίτυπα, ρεκόρ που ακόμη και σήμερα δεν έχει φτάσει κανένας άλλος Ελληνικός δίσκος. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στο δίσκο «Οι ώρες» των Λίνου Κόκοτου – Άκου Δασκαλόπουλου.

Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του «Δρόμου», άλλες δισκογραφικές εταιρίες προσπαθούν να προσελκύσουν τον «χρυσό» ερμηνευτή, ο οποίος μέσα από τα τραγούδια και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, έχει γίνει το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού. Το χαρακτηρισμό αυτό αποδεικνύει μια δημοσκόπηση που είχε γίνει το 1970 σε περιοδικό της εποχής, σχετική με τη δημοσιότητα και την απήχηση των τραγουδιστών, όπου κατατάχθηκε πρώτος ανάμεσα σε άλλα μεγάλα ονόματα. Ο Αλέκος Πατσιφάς όμως, βρίσκει τρόπο να τον κρατήσει στη ΛΥΡΑ. Ξέροντας την επιθυμία του τραγουδιστή να βρίσκεται συνέχεια στο studio, τον βάζει να ηχογραφεί διαρκώς τραγούδια. Σε συνέντευξή του το 1987 όταν ρωτήθηκε αν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του, θα αναφέρει την έκδοση των δέκα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέσα σε δύο χρόνια, υπογραμμίζοντας όμως ότι περιέχουν μερικά από τα «κλασσικά» (όπως τα αποκάλεσε) τραγούδια που έχει πει, γιατί μέσα στους 10 δίσκους αυτής της περιόδου υπάρχουν εξαίσια δείγματα της φωνής του και υπέροχες ερμηνείες σε τραγούδια που βασίζονται πάνω σε στίχους ποιημάτων του Λόρκα, και του Νερούντα «Emiliano Zapata», του Γιάννη Γλέζου, στην «Ερωφίλη» του Νίκου Μαμαγκάκη, στη «Γύφτισσα μέρα» του Γιώργου Κοντογιώργου και στη «Μαρία» του Νίκου Σκέμπρη (Λαβράνου) και την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί δίσκο με τον επιστήθιο φίλο του τον Γιώργο Ζαμπέτα, το «Μουσικόραμα».

Κατά την περίοδο 1971-73, συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Όμηρο Ευστρατιάδη, ντύνοντας κάποιες ταινίες του με μουσική και στίχο. Επίσης δίνει 1 τραγούδι στην Ελένη Ανουσάκη με τίτλο «Μη μου ζητάς» για τις ανάγκες της ταινίας «Αδιέξοδο» (1971), καθώς και 1 τραγούδι στην Ελένη Ροδά και 2 στην Καίτη Χωματά. Στις αρχές της δεκαετίας, καλεσμένος στην εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη τραγουδά το «It was a very good year» του Frank Sinatra, ηχογράφηση η οποία δεν κυκλοφόρησε. Λίγο πριν την έκδοση αυτού του δίσκου, μόλις πρόλαβε την σύλληψη από τα όργανα της χούντας, μια και το τραγούδι των Γιώργου Κατσαρού – Πυθαγόρα «Πάμε για ύπνο Κατερίνα» θεωρήθηκε αντιστασιακό. Κατέφυγε τότε σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Το 1973 τραγουδάει σε στίχους Κώστα Βίρβου και μουσική Μίμη Πλέσσα στο «Θάλασσα πικροθάλασσα» και το 1975 ερμηνεύει τα «12 ρεμπέτικα», ένα είδος τραγουδιού που αποδεικνύει πια πως είναι ένας τραγουδιστής μοναδικός, που άνετα μπορεί να κινηθεί σε όλα τα είδη του Ελληνικού τραγουδιού. Αυτός ήταν και ο τελευταίος δίσκος του στη ΛΥΡΑ. Μετά την αποχώρησή του από τη ΛΥΡΑ ηχογραφεί κάποιους δίσκους στη ΜΙΝΟΣ – οι οποίοι γίνονται αμέσως χρυσοί – με ελαφρολαϊκά και με διασκευασμένες ξένες επιτυχίες, όπως το «Αγάπα με».

Στο διάστημα 1977-89 συνεργάζεται και πάλι με τον Μίμη Πλέσσα, το Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Κριμιζάκη, ενώ το 1982 σε ένα δίσκο που έγινε χρυσός, τραγούδησε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τραγούδια του «Νέου Κύματος» σε δεύτερη εκτέλεση. Στην εταιρία ΜΙΝΟΣ μένει ως το 1989, έχοντας 11 χρυσούς δίσκους στο ενεργητικό του εκεί. Την εποχή εκείνη ο χρυσός αντιστοιχούσε σε 60.000 πωλήσεις και ο πλατινένιος σε 100.000.

Το 1983 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ταξίδι Στο Κέντρο Της Γης», ενώ δεν σταματά να ασχολείται και με τη ζωγραφική, που όπως είχε δηλώσει ότι είναι κάτι που τον ξεκουράζει. Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τη μέλλουσα γυναίκα του Μπέττυ και το 1985 γίνεται ο γάμος τους. Το 1992 γεννιέται η κόρη του, Αλεξάνδρα. ακολουθούν δύο δίσκοι και ένας τρίτος με μια συμμετοχή, στην POLYGRAM μεταξύ 1990-92. Για ένα διάστημα 5 χρόνων μένει οικειοθελώς εκτός δισκογραφίας (φυσικά συνεχίζει τις εμφανίσεις του σε μεγάλα κέντρα).

Το 1997 αρχίζει μια καινούρια συνεργασία με τη ΛΥΡΑ, μετά από 22 χρόνια, με το δίσκο «Του τραγουδιού το βλέμμα», σε μουσική Αντώνη Στεφανίδη. Στο δίσκο αυτό για τους φανατικούς υπάρχουν δύο δικά του τραγούδια από τα τέσσερα συνολικά που είπε σε κινηματογραφικές ταινίες γύρω στα 1972 – 1973 που ήταν άγνωστα και δεν είχαν μέχρι σήμερα κυκλοφορήσει, το «Πάλι μεθυσμένος» και το «Αφού μου έφυγες εσύ».

Το 1998 κυκλοφορεί σε cd η ζωντανή του εμφάνιση στην Πύλη Αξιού η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αποτελεί και την τελευταία του. Το 1999 κυκλοφορεί ο δίσκος με τίτλο «Στα Όνειρά Μου Περπατώ», με τον οποίο αποφασίζει να απομακρυνθεί από τα μουσικά δρώμενα. Σε ορισμένες συνεντεύξεις της εποχής δηλώνει πως η νύχτα δεν είναι πια γι’ αυτόν, έτσι όπως έχει ευτελισθεί και ότι δηλώνει την απομάκρυνση του από τις βραδινές εμφανίσεις και, εν γένει, τα μουσικά δρώμενα.

Το 2005 κυκλοφορεί σε περιορισμένες εκδόσεις ένας δίσκος 10 ιντσών με τίτλο «ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ» με 10 τραγούδια, ενώ στο διάστημα αυτό οι επανεκδόσεις τραγουδιών και από τη LYRA και από τη MINOS διαδέχονται η μία την άλλη. Σήμερα τον βρίσκουμε να έχει αφοσιωθεί στην οικογένεια του, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ οι χιλιάδες θαυμαστές και φίλοι του συνεχίζουν ακόμα να ονειρεύονται μέσα από τα τραγούδια του και τη σπάνια φωνή του.